κοσμοπλημμύρα — και κοσμοπλήμμυρα, η μεγάλο πλήθος ανθρώπων συγκεντρωμένο σε ένα μέρος ή κινούμενο προς μια κατεύθυνση, κοσμοσυρροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πλημμύρα. Η λ., στον τ. κοσμοπλήμμυρα, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ανθρωποπλημμύρα — η ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα, κοσμοπλημμύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + πλημμύρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κοσμοσυρροή — η συνάθροιση πλήθους ανθρώπων, κοσμοπλημμύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + συρροή. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πλακωσιά — η, Ν συρροή, συνήθως απροσδόκητη, πλήθους ανθρώπων σε έναν τόπο, κοσμοσυρροή, κοσμοπλημμύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλακωσ τού αορ. τού πλακώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. αρματωσ ιά, σκαλωσ ιά)] … Dictionary of Greek
ανθρωποθάλασσα — η κοσμοπλημμύρα: Αυτή δεν ήταν συγκέντρωση, ήταν ανθρωποθάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμοσυρροή — η κοσμοπλημμύρα, συγκέντρωση μεγάλου πλήθους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλασμός — ο 1. η πράξη του χαλνώ, μεγάλη καταστροφή, γενική αναστάτωση: Έγινε χαλασμός κόσμου. 2. συνωστισμός, κοσμοπλημμύρα. 3. ενθουσιασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)