κοσμοπλημμύρα

κοσμοπλημμύρα
η
συγκέντρωση μεγάλου πλήθους ανθρώπων: Την ημέρα της εθνικής γιορτής δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις στους δρόμους από την κοσμοπλημμύρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοσμοπλημμύρα — και κοσμοπλήμμυρα, η μεγάλο πλήθος ανθρώπων συγκεντρωμένο σε ένα μέρος ή κινούμενο προς μια κατεύθυνση, κοσμοσυρροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πλημμύρα. Η λ., στον τ. κοσμοπλήμμυρα, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποπλημμύρα — η ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα, κοσμοπλημμύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + πλημμύρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοσυρροή — η συνάθροιση πλήθους ανθρώπων, κοσμοπλημμύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + συρροή. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πλακωσιά — η, Ν συρροή, συνήθως απροσδόκητη, πλήθους ανθρώπων σε έναν τόπο, κοσμοσυρροή, κοσμοπλημμύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλακωσ τού αορ. τού πλακώνω + κατάλ. ιά (πρβλ. αρματωσ ιά, σκαλωσ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποθάλασσα — η κοσμοπλημμύρα: Αυτή δεν ήταν συγκέντρωση, ήταν ανθρωποθάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμοσυρροή — η κοσμοπλημμύρα, συγκέντρωση μεγάλου πλήθους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλασμός — ο 1. η πράξη του χαλνώ, μεγάλη καταστροφή, γενική αναστάτωση: Έγινε χαλασμός κόσμου. 2. συνωστισμός, κοσμοπλημμύρα. 3. ενθουσιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”